- αβόλευτος
- η , ο1) см. αβόλετος; 2) не приведённый в порядок; неустроенный, необжитой (о доме); 3) не могущий быть налаженным, устроенным
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αβόλευτος — η, ο [βολεύω] αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να βολευτεί, να τακτοποιηθεί, ατακτοποίητος … Dictionary of Greek
αβόλευτος — η, ο αυτός που δεν έχει βολευτεί, τακτοποιηθεί: Οι δυσκολίες που αντιμετώπιζε ήταν μεγάλες κι αβόλευτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανοικονόμητος — η, ο (Α ἀνοικονόμητος, ον) αβόλευτος, ατακτοποίητος νεοελλ. ειρων. 1. αυτός που δεν χωρά πουθενά εξαιτίας του μεγέθους του 2. ενοχλητικός, άπληστος αρχ. αυτός που δεν διαχειρίζεται καλά κάτι, δεν διευθύνει σωστά … Dictionary of Greek
ανοικονόμητος — η, ο αβόλευτος, ακατάστατος, δύσκολος: Είναι άνθρωπος ανοικονόμητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)